συνεργάτης — fellow workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνεργάτιδα και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, ιδος, Α [συνεργάζομαι] αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την επίτευξη κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», Ευρ … Dictionary of Greek
ξυνεργάτης — συνεργάτης , συνεργάτης fellow workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργάται — συνεργάτης fellow workman masc nom/voc pl συνεργάτᾱͅ , συνεργάτης fellow workman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργάταις — συνεργάτης fellow workman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργάτην — συνεργάτης fellow workman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργάτου — συνεργάτης fellow workman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γεωρκάτζης, Πολύκαρπος — (Παλαιοχώρι Κύπρου 1930 – 1970). Κύπριος πολιτικός και εθνικός αγωνιστής. Μετείχε δραστήρια στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955 59) και μετά την ανεξαρτησία διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης στις κυβερνήσεις του αρχιεπισκόπου Μακαρίου … Dictionary of Greek